κεφαλάγκαθο

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

το
παλαιά κοινή ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + -άγκαθο (< αγκάθι), πρβλ. γαϊδουράγκαθο, ξεράγκαθο].