κηλητικός
From LSJ
τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
English (LSJ)
κηλητική, κηλητικόν, charming, τὸ κ. τῆς ἐπιστήμης Ath.14.633a.
German (Pape)
[Seite 1431] = κηλητήριος, τὸ κηλ. τῆς ἐπιστήμης Ath. XV, 633 a.
Greek (Liddell-Scott)
κηλητικός: -ή, -όν, καταθέλγων, εὐφραίνων, θελκτικός, εὐφρόσυνος, Ἀθήν. 633Α.
Greek Monolingual
κηλητικός, -ή, -όν (Α) κηλητής
αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.).