κηποπαράδεισος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὁ, garden and orchard in one, PSI8.917.5 (i A.D.).
Greek Monolingual
κηποπαράδεισος, ὁ (Α)
πάπ. λαχανόκηπος και δενδρόκηπος μαζί, περιβόλι.