κιβωτοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, maker of chests, Plu.2.580e.
German (Pape)
[Seite 1436] Kisten machend; Plut. de gen. Socr. 10; Poll. 7, 159.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fabrique des caisses, des coffres.
Étymologie: κιβωτός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
κῑβωτοποιός: ὁ ящичный мастер Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων κιβώτια, Πλούτ. 2. 580E.
Greek Monolingual
κιβωτοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει κιβωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ποιος (< ποιῶ)].