κλαδολογώ

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

-άω
κόβω τα περιττά κλαδιά από το δέντρο, κλαδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί (Ι) + -λογώ (< -λόγος < λέγω με σημασία «συλλέγω»), πρβλ. κορφολογώ, σταχυολογώ].