Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
-άωκόβω τα περιττά κλαδιά από το δέντρο, κλαδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί (Ι) + -λογώ (< -λόγος < λέγω με σημασία «συλλέγω»), πρβλ. κορφολογώ, σταχυολογώ].