κλειδοφυλάκιον
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
[ᾰ], τό, safe for keeping keys, prob.in Supp.Epigr. 4.270 (Panamara).
Greek Monolingual
κλειδοφυλάκιον, τὸ (Α) κλειδοφύλαξ. επιγρ. κιβώτιο στο οποίο φυλάγονταν τα κλειδιά.