κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
κλεισουροφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
φρουρός ή διοικητής της φρουράς σε κλεισούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειοφύλαξ, υποθηκοφύλαξ.