κλυσμός
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ὁ, = κλύσμα1, D.S.1.82, Dsc.3.96, Ruf. ap. Orib.7.26.18, Mnesith. ap. eund.8.38.1.
German (Pape)
[Seite 1457] ὁ, das Abspülen, Abwaschen, Sp.; Klystier, D. Sic. 1, 82.
Russian (Dvoretsky)
κλυσμός: ὁ Diod. = κλύσμα 1.
Greek (Liddell-Scott)
κλυσμός: ὁ, = κλύσμα Ι, Διόδ. 1. 82, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
κλυσμός, ὁ (AM) κλύζω
το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της.