κλόνησις
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
-εως, ἡ, agitation, Hp.Morb.4.48, 55, Aq. Jb.3.17, dub. in Q.S.8.41.
German (Pape)
[Seite 1456] ἡ, heftige Bewegung, Erschütterung, Hippocr. u. Sp.; mit Geräusch verbunden, von Wespen, οἵ τε κλονήσει χηραμοῦ ἐκποτέονται Qu. Sm. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνησις: -εως, ἡ, συντάραξις, ταραχή, Ἱππ. 507, Κόϊντ. Σμ. 8. 41.