κνημοπαχής

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημοπᾰχής Medium diacritics: κνημοπαχής Low diacritics: κνημοπαχής Capitals: ΚΝΗΜΟΠΑΧΗΣ
Transliteration A: knēmopachḗs Transliteration B: knēmopachēs Transliteration C: knimopachis Beta Code: knhmopaxh/s

English (LSJ)

κνημοπαχές, = κνημιοπαχής, Thphr. HP 9.4.3.

German (Pape)

[Seite 1460] ές, an den Waden dick, Theophr.; vgl. Lob. zu Phryn. 535.

Russian (Dvoretsky)

κνημοπᾰχής: толщиною с голень (ξύλον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κνημοπᾰχής: -ές, ἔχων τὸ πάχος κνήμης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 630.

Greek Monolingual

κνημοπαχής, -ές (Α)
κνημιοπαχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -παχής (< πάχος), πρβλ. ακροπαχής, ισοπαχής].