κνημοπαχής
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
κνημοπαχές, = κνημιοπαχής, Thphr. HP 9.4.3.
German (Pape)
[Seite 1460] ές, an den Waden dick, Theophr.; vgl. Lob. zu Phryn. 535.
Russian (Dvoretsky)
κνημοπᾰχής: толщиною с голень (ξύλον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κνημοπᾰχής: -ές, ἔχων τὸ πάχος κνήμης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 630.
Greek Monolingual
κνημοπαχής, -ές (Α)
κνημιοπαχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -παχής (< πάχος), πρβλ. ακροπαχής, ισοπαχής].