κοιλονυχία

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

η
παραμόρφωση τών νυχιών κατά την οποία η επιφάνειά τους καθίσταται κοίλη και η οποία είναι συχνά συγγενής ή έχει σχέση με τη υποβιταμίνωση C και με τις υπόχρωμες αναιμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ονυχ-ία (< ὄνυξ). Ορθτ. θα ήταν ο τ. -ωνυχ-ία λόγω της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ-ωνυχ-ία, σκληρ-ωνυχ-ία)].