κοινοθανής
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
κοινοθανές, of common death, κ. Μοιρῶν γήραϊ IPE2.911 (Panticap.).
Greek Monolingual
κοινοθανής, -ές (Α)
επιγρ. αυτός που αναφέρεται σε κοινό θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -θανής (< θ. θαν- του θνήσκω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-θαν-ον), πρβλ. αωροθανής, νεοθανής].