κοινοθανής

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοθᾰνής Medium diacritics: κοινοθανής Low diacritics: κοινοθανής Capitals: ΚΟΙΝΟΘΑΝΗΣ
Transliteration A: koinothanḗs Transliteration B: koinothanēs Transliteration C: koinothanis Beta Code: koinoqanh/s

English (LSJ)

κοινοθανές, of common death, κ. Μοιρῶν γήραϊ IPE2.911 (Panticap.).

Greek Monolingual

κοινοθανής, -ές (Α)
επιγρ. αυτός που αναφέρεται σε κοινό θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -θανής (< θ. θαν- του θνήσκω, πρβλ. αόρ. β' -θαν-ον), πρβλ. αωροθανής, νεοθανής].