κοινοτάφιο

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

το (Α κοινοτάφιον)
τάφος όπου θάβουν πολλούς μαζί, κοινός τάφος, κοινό μνήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -τάφιον (< τάφος), πρβλ. κενοτάφιον, κηποτάφιον].