γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
το (Α κοινοτάφιον)τάφος όπου θάβουν πολλούς μαζί, κοινός τάφος, κοινό μνήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -τάφιον (< τάφος), πρβλ. κενοτάφιον, κηποτάφιον].