κοινωνήματα
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Middle Liddell
acts of communion, communications, dealings between man and man, Plat.
French (Bailly abrégé)
άτων (τά) :
communications, échanges.
Étymologie: κοινωνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp.
Russian (Dvoretsky)
взаимоотношение, отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.
Greek Monotonic
κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.