ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
και κοκκαλώνω κόκαλο
1. κοκαλιάζω
2. μένω εκστατικός και άναυδος («μόλις άκουσε τα αναπάντεχα νέα, κοκάλωσε»).