κοκκίο

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) κόκκος
πολύ μικρός κόκκος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία
μικροσκοπικά μόρια της ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα του κυττάρου
μσν.
1. κουκί
2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα
3. κύβος, ζάρι
αρχ.
χαπάκι, καταπότι («κοκκία βηχικά», Αλέξ. Τραλλ.).