κοκκολογώ
From LSJ
(Α κοκκολογῶ, -έω)
νεοελλ.
συλλέγω τους καρπούς της ελιάς που έχουν απομείνει στο έδαφος
αρχ.
1. συλλέγω κόκκους
2. καθαρίζω το σιτάρι αφαιρώντας τους άχρηστους κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. καρπολογώ, σιτολογώ].