κοκόνα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα
2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή
3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană].
η
1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα
2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή
3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană].