κολουτέα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ἡ, v. κολοιτία.
Greek (Liddell-Scott)
κολουτέα: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κολοιτέα.
Greek Monolingual
η (AM κολουτέα, Α και κολυτέα και κολοιτία και κολοϊτέα)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια χεδρωπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
German (Pape)
ἡ, = κολοιτέα.