κολουτέα

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολουτέα Medium diacritics: κολουτέα Low diacritics: κολουτέα Capitals: ΚΟΛΟΥΤΕΑ
Transliteration A: koloutéa Transliteration B: koloutea Transliteration C: koloutea Beta Code: koloute/a

English (LSJ)

ἡ, v. κολοιτία.

Greek (Liddell-Scott)

κολουτέα: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κολοιτέα.

Greek Monolingual

η (AM κολουτέα, Α και κολυτέα και κολοιτία και κολοϊτέα)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια χεδρωπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

German (Pape)

ἡ, = κολοιτέα.