κολποτομία

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. διάνοιξη του κόλπου στο επίπεδο του οπίσθιου θόλου του, η οποία επιτρέπει την προσπέλαση του ευθυμητρικού κολπώματος του περιτοναίου, συνήθως για την εκκένωση μιας πυώδους ή αιματικής συλλογής της ελάσσονος πυέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpotomy < colpo- (< κόλπος) + -tomy (< νεολατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω)].