κολλόροβον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A shepherd's staff or shepherd's crook, BGU759.13 (ii A.D., written κολλωρ-); applied to the so-called club of Orion and Bootes (which has this form), Hipparch.1.7.15, 2.6.1b, Ptol.Alm.7.5, 8.1.
II masc. and neut., dub. sens., apptly. a weight or a coin, Sammelb.6954.
III pl., v.l. for κιλλοβόροι in Poll.1.143.
IV κολόροβοι, Glossaria on σκοιά, Hsch.; κολόροβον, Glossaria on κορύνη, Id.
Greek Monolingual
κολλόροβον και κολόροβον, τὸ (Α)
1. ποιμενικὴ ράβδος
2. πιθ. ένδειξη βάρους
3. είδος νομίσματος
4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον—εάν η γραφή αυτή είναι σωστή— είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον.
Frisk Etymological English
See also: s. καλαῦροψ