κομπανία
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
και κουμπανία, η (Μ κομπανία και κουμπανία και κουμπάνια)
συντροφιά, όμιλος, ομάδα, παρέα
νεοελλ.
1. λαϊκό μουσικό ή θεατρικό συγκρότημα
2. εταιρεία
μσν.
1. συμμορία
2. λόχος στρατιωτών
3. η Καταλανική Εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagnia < λατ. companium (< cum «με, μαζί» + panis «ψωμί»). Για την παρουσία -ου- στην Ελληνική (κουμπανία και κουμπάνια) αντί του -ο- (compagnia), πρβλ. και κουφέτο < ιταλ. confetto].