ηθολόγος

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

-ο (Α ἠθολόγος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηθολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ηθολογία
αρχ.
1. αυτός που παριστάνει ήθη, χαρακτήρες με μιμικά σχήματα, αυτός που μιμείται κωμικά το ήθος κάποιου, μίμος, κωμικός υποκριτής (ηθοποιός)
2. ο δραματικός ή μιμικός ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσολόγος, ζωολόγος.