κομπώνω
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Greek Monolingual
(Μ κομπώνω)
1. εξαπατώ, ξεγελώ («καὶ τώρα τὸν ἐμπόδισε κι' εὑρέθη κομπωμένος», Χρον. Moρ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομπωμένος, -η, -ο
α) ψεύτικος, απατηλός
β) φαντασμένος, επηρμένος
μσν.
δένω κάποιον με μάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομβῶ, -όω ή κομβώνω «περιγελώ» με κλειστοποίηση (τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -μβ- σε -μπ-)].