κονδυλωτός

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλωτός Medium diacritics: κονδυλωτός Low diacritics: κονδυλωτός Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kondylōtós Transliteration B: kondylōtos Transliteration C: kondylotos Beta Code: kondulwto/s

English (LSJ)

κονδυλωτή, κονδυλωτόν, knobby, χρυσίς IG22.1400.36: neut. as substantive, ib.40, prob. in ib.1386.10.

Greek Monolingual

κονδυλωτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, εξογκωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδυλωτόν
το εξόγκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + επίθημα -ωτός (πρβλ. ελικωτός, θολωτός)].