κοντομονόβολον

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

κοντομονόβολον και κονδομονόβολον, τὸ (Μ)
αγώνισμα παραπλήσιο με το σημερινό άλμα επί κοντώ, που γινόταν στα αμφιθέατρα και στους ιπποδρόμους τών Βυζαντινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός + μονό-βολον (< μονός + -βολον < βόλος < βάλλω)].