κοπροδότης

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

κοπροδότης, ὁ (Μ)
αυτός που κοπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης, φωτοδότης.