κοπροδότης

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

κοπροδότης, ὁ (Μ)
αυτός που κοπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης, φωτοδότης.