κοπρολογία

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

η
1. κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων
2. κοπρολαλία
3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογώ < -λόγος < λόγος < λέγω)].