κορμηδόν
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
Adv. like logs, Hld.9.18.
Greek (Liddell-Scott)
κορμηδόν: Ἐπίρρ., κορμοῦ δίκην, ὡς κορμός, Ἡλιόδ. 9. 19.
Greek Monolingual
κορμηδόν (Α)
επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν -η- + επιρρμ. κατάλ. -δόν, δηλωτική του τρόπου (πρβλ. πρηνηδόν, στοιχηδόν)].
German (Pape)
wie ein Klotz, κεῖσθαι Heliod. 9.19.