κορμηδόν
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
Adv. like logs, Hld.9.18.
Greek (Liddell-Scott)
κορμηδόν: Ἐπίρρ., κορμοῦ δίκην, ὡς κορμός, Ἡλιόδ. 9. 19.
Greek Monolingual
κορμηδόν (Α)
επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν -η- + επιρρμ. κατάλ. -δόν, δηλωτική του τρόπου (πρβλ. πρηνηδόν, στοιχηδόν)].
German (Pape)
wie ein Klotz, κεῖσθαι Heliod. 9.19.