κορυζάς
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχανάς, φαγάς)].