κοσκινοπώλης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
κοσκινοπώλου, ὁ, dealer in sieves, Nicopho 19.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κόσκινα, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 1, 4.
Greek Monolingual
ο (Α κοσκινοπώλης)
αυτός που πουλά κόσκινα, ο κοσκινάς.
German (Pape)
ὁ, der Siebhändler, Nicophr. bei Ath. III.126e.