κουρώδης
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
κουρώδες, like a boy, μολπή Aus.Ep.8.15.
Greek (Liddell-Scott)
κουρώδης: -ες, παιδικός, νεανικός, μολπὴ Αὐσον. Ἐπιστ. 12. 15.
Greek Monolingual
κουρώδης, ῶδες (Α) [[[κούρος]] (Ι)]
νεανικός, κοριτσίστικος («κουρώδεα μολπήν», Αυσ.).