κουσούρι

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

το
1. ελάττωμα ή μειονέκτημα (α. «είναι κουτσός και νομίζει ότι όλοι μιλάνε για το κουσούρι του» β. «το παλτό σου έχει κάποιο κουσούρι»)
2. κακή συνήθεια («έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kusur].