ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
το
1. ελάττωμα ή μειονέκτημα (α. «είναι κουτσός και νομίζει ότι όλοι μιλάνε για το κουσούρι του» β. «το παλτό σου έχει κάποιο κουσούρι»)
2. κακή συνήθεια («έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kusur].