κραδησίτης
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
φαρμακός, ὁ ταῖς κράδαις βαλλόμενος, Hsch.; cf. κράδη 1.1, κραδίας ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
κραδησίτης: «φαρμακός, ὁ ταῖς κράδαις βαλλόμενος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραδησίτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάγος τον οποίο μαστίγωναν με κλαδιά συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί συκιάς» με ασαφή παραγωγική διαδικασία].