κραιπαλώδης
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
κραιπαλῶδες,
A given to drunkenness, debauched Plu.2.647e.
2 Adv. κραιπαλωδῶς = in a drunken manner, αὐτοσχεδιάζειν Phld.Rh.2.22 S.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
ivrogne.
Étymologie: κραιπάλη, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
κραιπᾰλώδης: -ες, (εἶδος) δεδομένος εἰς μέθην, Πλούτ. 2. 647D.
Greek Monolingual
-ες (Α κραιπαλώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει παραδοθεί στη μέθη, ο μέθυσος.
επίρρ...
κραιπαλωδώς (Α κραιπαλωδῶς)
με συμπεριφορά μεθυσμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κατάλ. -ώδης].
German (Pape)
ες, rauschartig, sich einen Rausch trinkend, Sp., wie Plut. Symp. 3.1 g.E.