κραιπαλώδης

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπᾰλώδης Medium diacritics: κραιπαλώδης Low diacritics: κραιπαλώδης Capitals: ΚΡΑΙΠΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kraipalṓdēs Transliteration B: kraipalōdēs Transliteration C: kraipalodis Beta Code: kraipalw/dhs

English (LSJ)

κραιπαλῶδες,
A given to drunkenness, debauched Plu.2.647e.
2 Adv. κραιπαλωδῶς = in a drunken manner, αὐτοσχεδιάζειν Phld.Rh.2.22 S.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
ivrogne.
Étymologie: κραιπάλη, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπᾰλώδης: -ες, (εἶδος) δεδομένος εἰς μέθην, Πλούτ. 2. 647D.

Greek Monolingual

-ες (Α κραιπαλώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει παραδοθεί στη μέθη, ο μέθυσος.
επίρρ...
κραιπαλωδώς (Α κραιπαλωδῶς)
με συμπεριφορά μεθυσμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, rauschartig, sich einen Rausch trinkend, Sp., wie Plut. Symp. 3.1 g.E.