κρασοβόλι

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν)
ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια
νεοελλ.
1. κρασί
2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι
μσν.
κρασοπότηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + -βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρο-βόλι(ον), περι-βόλι(ον)].