κρασοβόλι

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν)
ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια
νεοελλ.
1. κρασί
2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι
μσν.
κρασοπότηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + -βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρο-βόλι(ον), περι-βόλι(ον)].