κρεατοπουλειό
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
Greek Monolingual
κρεατοπουλειό, τὸ (Μ)
κρεοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -πουλειό (< -πωλεῖον με τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. πωλῶ > πουλῶ, καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση), πρβλ. κρασοπουλειό].