κριθοδεία

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek (Liddell-Scott)

κριθοδεία: ἡ, ὡς τὸ σιτοδεία, ἔλλειψις κριθῆς, Μ. Ἀκομ. τ. Βϳ, σ. 43, 4, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

κριθοδεία, ἡ (Μ)
έλλειψη κριθαριού, ανεπαρκής παραγωγή κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -δεία (< -δεής < δέω [Ι]) (πρβλ. οψοδεία, σιτοδεία)].