κριθόπυρον
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
τό, wheat mixed with barley, PPetr.3p.206, al. (iii B. C.), PSI5.532.6 (iii B. C.), PFay.101 iii 4 (i B. C.): acc. pl. -πυρα PCair.Zen.498 (iii B. C.).
Greek Monolingual
κριθόπυρον, τὸ (Α)
πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ-πυρος, λευκό-πυρος].