κροκάτος
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κροκᾱτος, -άτη, -ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, -άτη, ᾱτον)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ω της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα του δειλινού», Βάρν.)
μσν.
1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κροκᾱτον
η κίτρινη περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος. Το ουδ. κροκᾶτον είναι αντιδάνεια λ. < λατ. crocatus].