κροκοφόρος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek (Liddell-Scott)
κροκοφόρος: -ον, παράγων κρόκον, κροκοφόρος λειμὼν Κ. Πορφύρ.
Greek Monolingual
κροκοφόρος, -ον (Μ)
αυτός που παράγει κρόκους («κροκοφόρος λειμών», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -φόρος (< φέρω)].