κρυπτολογία

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη και η τεχνική τών μέσων και τών μεθόδων μετάδοσης και λήψης μυστικών μηνυμάτων
2. μελέτη αποτελεσμάτων που είναι και παραμένουν κρυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptology < crypto- (< κρυπτο-) + -logy (< -λογία < -λόγος < λέγω.