κτενοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = κτενιοποιός, ib.
Greek Monolingual
και χτενοποιός, ο (Α κτενοποιός)
κατασκευαστής χτενών, χτενάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν- (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός (< ποιῶ)].
Full diacritics: κτενοποιός | Medium diacritics: κτενοποιός | Low diacritics: κτενοποιός | Capitals: ΚΤΕΝΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: ktenopoiós | Transliteration B: ktenopoios | Transliteration C: ktenopoios | Beta Code: ktenopoio/s |
ὁ, = κτενιοποιός, ib.
και χτενοποιός, ο (Α κτενοποιός)
κατασκευαστής χτενών, χτενάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν- (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός (< ποιῶ)].