κτηνιατρικός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό κτηνίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων.