κτησίβιος

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτησίβῐος Medium diacritics: κτησίβιος Low diacritics: κτησίβιος Capitals: ΚΤΗΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: ktēsíbios Transliteration B: ktēsibios Transliteration C: ktisivios Beta Code: kthsi/bios

English (LSJ)

[σῐ], ον, (κτάομαι) possessing property, Paul.Al.L.4.

German (Pape)

[Seite 1519] Vermögen besitzend, Sp. – S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κτησίβιος: -ον, (κτάομαι) κατέχων περιουσίαν, Παῦλ. Ἀλεξανδρ. 2.

Greek Monolingual

κτησίβιος, -ον (Α)
ιδιοκτήτης περιουσίας, αυτός που κατέχει βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτῆσις) + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, ναυσί-βιος. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].