κυανόλευκος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο χρώματα, κυανό και λευκό, γαλανόλευκος
2. το θηλ. ως ουσ. η κυανόλευκη
η ελληνική σημαία, λόγω τών χρωμάτων της, κυανού και λευκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].