κυανόφυτα
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
τα
βοτ. υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου στην οποία ανήκουν μονοκύτταροι, πρωτόγονοι από εξελικτική άποψη, αυτότροφοι οργανισμοί και η οποία κατέχει, στη συστηματική ταξινόμηση, θέση μεταξύ τών βακτηρίων και τών φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanophytes < cyan(o)- (< κύανος) + -phytes (< φυτόν)].