κυκλομόλυβδος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, round lead-pencil, AP6.63 (Damoch.).
Greek Monolingual
κυκλομόλυβδος, ὁ (Α)
στρογγυλό μολυβδοκόντυλο.
Greek Monotonic
κυκλομόλυβδος: ὁ, στρογγυλός μολυβδοκονδυλοφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλομόλυβδος: ὁ круглый свинцовый грифель (κ. καὶ κανών Anth.).