κυματόζωστος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που περιβάλλεται από κύματα («κυματόζωστο νησί», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ζωστος (< ζώνω), πρβλ. θαλασσόζωστος, σφιχτόζωστος].