κυπαρισσένιος

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source

Greek Monolingual

-α, -ο κυπαρίσσι
1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού
2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί»).